κακόβιος

κακόβιος
κακόβιος
living poorly
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακόβιος — κακόβιος, ον (Α) αυτός που ζει ζωή γεμάτη στερήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βιος (< βίος), πρβλ. ισό βιος, μεσό βιος] …   Dictionary of Greek

  • κακοβιωτάτους — κακόβιος living poorly masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοβιώτατοι — κακόβιος living poorly masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοβίους — κακόβιος living poorly masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοβίων — κακόβιος living poorly masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόβιοι — κακόβιος living poorly masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PERCNOPTERUS — seu Gypaeetus, degeneris aquilae genus, vulturinâ specie, cuius mentio Iob. c. 39. v. 33. Pulli eius sorbent sanguinem, et, ubi sunt cadavera, illic est. Et Matth. c. 24. v. 28. Ubicumque fuerit cadaver, illic congregabuntur aquiloe. His enim… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”